queen$66115$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

queen$66115$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Queen (fiction); Queen (disambiguation); Queen (automobile); Quene; Queene; Queen (song); Queen (album); Queenship; Queen (title); Queen (film); Queen (character); QUEEN

queen      
n. βασίλισσα, ομοφυλόφιλος, αρσενοκοίτης
queen dowager         
TITLE OR STATUS GENERALLY HELD BY THE WIDOW OF A KING
Dowager Queen; Dowager queen; Princess Dowager; Dowager Princess; Queen Dowager; Princess dowager; Queens dowager; Dowager queens; Queen-dowager; Queen-Dowager; The Queen Dowager; Princess-dowager; Princess-Dowager; Dowager princess; The Dowager Queen
χήρα βασίλισσα
queen mother         
  • Queen Hedwig Eleanor or Sweden (née Princess of Holstein-Gottorp) was twice [[regent]] of that country, once for her only son, once for a grandson
  • Queen Elizabeth II]] was known as [[Queen Elizabeth The Queen Mother]].
  • Duchess Ingeborg was [[regent]] of Norway and Sweden 1318–1319
QUEEN WHO IS THE MOTHER OF A REIGNING KING OR QUEEN
Princess Mother; Queen Mother; Queen mothers; Empress mother; Empress Mother; Princess mother; Empress-mother; Empress-Mother; The Empress Mother; Princess-mother; Princess-Mother; The Princess Mother; King father
n. βασιλομήτωρ

Ορισμός

Supersedure
·noun The act of superseding, or setting aside; supersession; as, the supersedure of trial by jury.

Βικιπαίδεια

Queen

Queen or QUEEN may refer to: